συνθιασώτης

συνθιασώτης
ο единомышленник

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "συνθιασώτης" в других словарях:

  • συνθιασώτης — partner in the masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνθιασώτης — ο, ΝΑ, και θηλ. συνθιασώτρια Ν, και αττ. τ. ξυνθιασώτης Α νεοελλ. οπαδός τής ίδιας ιδεολογίας, ομόφρων («συνθιασώτης στο παγκόσμιο κίνημα ειρήνης») μσν. μτφ. αυτός που διαπράττει κάτι μαζί με κάποιον άλλο («τῆς δυσσεβείας... συνθιασῶται», Φώτ.)… …   Dictionary of Greek

  • συνθιασῶτα — συνθιασώτης partner in the masc voc sg συνθιασώτης partner in the masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνθιασῶται — συνθιασώτης partner in the masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνθιασώτην — συνθιασώτης partner in the masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνθιασώτα — συνθιασώτᾱ , συνθιασώτης partner in the masc nom/voc/acc dual συνθιασώτᾱ , συνθιασώτης partner in the masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνθιασώτας — συνθιασώτᾱς , συνθιασώτης partner in the masc acc pl συνθιασώτᾱς , συνθιασώτης partner in the masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνθιασωτεύω — Μ [συνθιασώτης] 1. συνθιασεύω* 2. (γενικά) συνδέομαι με κάποιον ή με κάτι άλλο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»